Sophia vs Sophia

Sophia vs Sophia

21.3.13

Κόσμος γαϊδουρινός και Θεός ψεματινός




cyprus_mnimonio-e1350898818969Η Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης εορτάζεται κάθε χρόνο στις 21 Mαρτίου. Η αρχική έμπνευσή της  ανήκει στον έλληνα ποιητή Μιχαήλ Μήτρα, ο οποίος το φθινόπωρο του 1997 πρότεινε στην Εταιρεία Συγγραφέων να υιοθετηθεί ο εορτασμός της ποίησης στην Ελλάδα, όπως και σε και σε άλλες χώρες, και να οριστεί συγκεκριμένη μέρα γι' αυτό.

Τον Οκτώβριο του 1999, στη Γενική Διάσκεψη της UNESCO στο Παρίσι, η 21η Μαρτίου ανακηρύχθηκε Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Το σκεπτικό της απόφασης ανέφερε: «Η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης θα ενισχύσει την εικόνα της ποίησης στα ΜΜΕ, ούτως ώστε η ποίηση να μην θεωρείται πλέον άχρηστη τέχνη αλλά μια τέχνη που βοηθά την κοινωνία να βρει και να ισχυροποιήσει την ταυτότητά της. Οι πολύ δημοφιλείς ποιητικές αναγνώσεις μπορεί να συμβάλουν σε μια επιστροφή στην προφορικότητα και στην κοινωνικοποίηση του ζωντανού θεάματος και οι εορτασμοί μπορεί να αποτελέσουν αφορμή για την ενίσχυση των δεσμών της ποίησης με τις άλλες τέχνες και τη φιλοσοφία, ώστε να επαναπροσδιοριστεί η φράση του Ντελακρουά "Δεν υπάρχει τέχνη χωρίς ποίηση"».

Κόσμος γαϊδουρινός και Θεός ψεματινός”, με τον Κώστα Χατζή που τραγουδά σε ποίηση του κύπριου εθνικού ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη.

Είναι ποίημα του 1988, ιδιαίτερα επίκαιρο για την οικονομική κρίση και τις τελευταίες εξελίξεις στην Κύπρο.

Χαίρετε, πιστοί μου φίλοι,
νά ’μαι που σας ήλθα πάλιν
εν όσω ζήση η ζωή μας
κι η αγάπη μας να ζη.

Κι όλοι μας αγαπημένοι
εις του χρόνου την αγκάλην,
τον παράν αγκαλιασμένοι
ν’ αποθάνωμεν μαζί.

Κρίμα πο’ ’ρχεται ο χάρων
με το φοβερό δρεπάνι
και μας κόβει κάθε σχέσιν
από τον γλυκό παράν!

Κρίμα, του παρά το κράτος
εις τον Άδην που δεν φθάνει,
να ’χωμεν κι εκεί την γλύκα
του παρά και την χαράν.

Αχ! Βρε καϋμένε κόσμε,
ο παράς είν’ η ισχύς σου,
κι ο μισός πάντα χορτάνεις
κι ο μισός πάντα πεινάς.

Αφού είσαι τέτοιος, είναι
περιττή η ύπαρξίς σου,
ύπαγε στας αιωνίους
όλος διαμιάς σκηνάς.

Εις τα σπίτια των οι Κροίσσοι
δίκην φοβερών θηρίων
εις πολυτελείς τραπέζας
τρώγουν, παίζουν και ροφούν·

και καγχάζοντες εμπαίζουν
τον χειμώνα και το κρύον,
κι οι πτωχοί, γυμνοί στους δρόμους
απ’ την πείνα τους ψοφούν.

Ω, Θεέ μου, δεν κοιτάζεις
από τ’ ουρανού τον θόλον
τον αχρείον τούτον κόσμον
να τον δης με μια ματιά;

Πρέπει να τον διορθώσης
ή να τον αλλάξης όλον
ή να τον αποτεφρώσης
μια στιγμή με την φωτιά.

Αν δεν ξεύρης να τον κάμης
όπως θέλει η ψυχή μου,
συ που έχεις τόσην πείραν
κι είσαι τόσον παλαιός,

έλα συ δυο μήνας κάτω
εις την θέσιν την δική μου,
ν’ ανεβώ κι εγώ δυο μήνας
εις την θέσιν σου θεός.

Εις το άπειρον να χύσω
άφθονον, βαρύν αέρα,
και η γη μες στον αέρα
όταν τρέχη με ορμήν,

από πάνω της να φύγη
και η βαρυτέρα λέρα,
να καθαρισθη απ’ όλα
τα κακά σε μιαν στιγμήν.

Να καθαρισθη, να γίνη
σαν καθρέπτης ο φλοιός της,
κι όταν σχίζη τον αέρα
με ορμήν εκπληκτικήν,

να ακούεται εις όλον
τ’ αχανές ο συριγμός της,
να θαρρούν οι άλλοι κόσμοι
ότι παίζει μουσικήν.

Αδιάφορον ο χρόνος
μεγαλύτερος αν γίνη,
αδιάφορον οι ’μέρες
πιο μεγάλες αν γινούν,

αρκεί πλούσιος επάνω
εις την γην ουδείς να μείνη
και πτωχοί γυμνοί στους δρόμους
να μην μείνουν να πεινούν.

Τότε από του απείρου
να σηκώσω τον αέρα
και να κάμω όπως θέλω
κι όπως σκέπτομαι εγώ.

Εις την γην καινούργιον κόσμον
και καινούργιαν ατμοσφαίραν,
οπού να μην κάμνη κρύον
τον χειμώνα να ριγώ.

Ή στο άπειρον εις σκόνιν
την γην όλη να σκορπίσω
κι αδιάφορον το σύμπαν
απ’ αυτήν αν μολυνθη,

αδιάφορον δυο μήνες
άδοξος θεός αν ζήσω,
αρκεί μόνον του ανθρώπου
το στοιχείον να χαθη.

Τότε ύλην να συλλέξω
μετά προσοχής μεγίστης
από μέσ’ από το βάθος
του απείρου καθαράν,

να ζυμώσω νέαν πάσταν
και ποιότητος πρωτίστης
και να κάμω γην καινούργιαν
εις της πρώτης την σειράν.

Και αφού ψηθη κι αρχίση
να σκληρύνετ’ ο φλοιός της,
και των ζώων της αρχίση
την, κατά βαθμούς, σειράν,

να την κάμω να γνωρίση
ποίος είναι ο θεός της,
να προσέχη μήπως κάμη
άνθρωπον καμμιάν φοράν.

Ζώον τέλειον να γίνη
εις αυτήν και τελευταίον
ο γαΐδαρος που είναι
ήσυχος και ταπεινός·

κι αντί κόσμος θηριώδης
καθώς πριν, να είναι πλέον
εις την γην μου την καινούργια
κόσμος γαϊδουρινός.

Όταν θεν να παραστήσουν
οι γαδάροι τον θεόν τους,
κι όταν θεν να τον δοξάζουν
με γαϊδουρινήν φωνήν,

να με ζωγραφίζουν όλοι
σαν το μούτρο το δικόν τους
και να έχω στους δυο μήνας
δόξαν γαϊδουρινήν.